καλυμμάτων

καλυμμάτων
κάλυμμα
head-covering
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • επιθηματικός — ἐπιθηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή επιθημάτων, καλυμμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιθηματική (τέχνη) η επιθηματουργία …   Dictionary of Greek

  • επιθηματουργία — ἐπιθηματουργία, ἡ (Α) η τέχνη τής κατασκευής επιθημάτων, καλυμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήμα (γεν. θήματ ος) + ουργία (< έργον)] …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κρετόν — το λεπτό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για κατασκευή παραπετασμάτων, υποκαμίσων, καλυμμάτων επίπλων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Creton, χωριό στη Νορμανδία όπου πρωτοκατασκευάστηκε το ύφασμα] …   Dictionary of Greek

  • μύομμα — το ναυτ. σχοίνινος δακτύλιος ο οποίος επιδένεται σε ορισμένες θέσεις και κατά αποστάσεις πάνω στα λώματα τών ιστίων ή άλλων καλυμμάτων τού σκάφους …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωμα — το [ξεστρώνω] 1. η αφαίρεση, το σήκωμα τών στρωμάτων, τών στρωσιδιών ή τών καλυμμάτων («το ξέστρωμα τών χαλιών») 2. μτφ. έντονη επίπληξη σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”